- ιατταται
- ἰατταταῖἰαττᾰταῖinterj. ах!, о!, увы! Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιατταταί — ἰατταταῑ και ἰατταταιάξ (Α) επιφωνήματα έκπληξης … Dictionary of Greek
ἰατταταῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατταταί — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατταταιάξ — ἰατταταί indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατταταί — ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α) επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)] … Dictionary of Greek